Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φεύγω (πετώντας)

  • 1 улетать

    улетать, улететь πετώ, φεύγω (πετώντας)
    * * *
    = улететь
    πετώ, φεύγω (πετώντας)

    Русско-греческий словарь > улетать

  • 2 улетать

    улетать
    несов, улететь сов φεύγω πετώντας, πετώ.

    Русско-новогреческий словарь > улетать

  • 3 улетать

    [ουλιτάτ'] ρ. φεύγω πετώντας

    Русско-греческий новый словарь > улетать

  • 4 улетать

    [ουλιτάτ'] ρ φεύγω πετώντας

    Русско-эллинский словарь > улетать

  • 5 вылететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. πετώ έξω•

    птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε από τη φωλιά.

    || φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. || πετάγομαι, πετιέμαι•

    пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε.

    || βγαίνω έξω γρήγορα•

    в испуге он -ел из кабинета καταφοβισμένος πετάχτηκε έξω από το γραφείο•

    машина опрокинулась и я -ел вон το αυτοκίνητο ανατράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα.
    3. μτφ. απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι•

    вылететь из института διώχνομαι από το ινστιτούτο•

    вылететь из службы απολύομαι από την υπηρεσία;

    εκφρ.
    вылететь из головы, из памяти – ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει•
    вылететь в трубу – χρεοκοπώ, φαλίρω•
    вылететь пулей, стрелой – βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα.

    Большой русско-греческий словарь > вылететь

  • 6 улететь

    улечу, улетишь
    ρ.σ.
    1. πετώ μακριά• φεύγω πετώντας.
    2. τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ).
    3. (уьа χρόνο) διαβαίνω, περνώ γρήγορα.
    4. μτφ. πετώ (για σκέψε ις, όνε ιρα κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > улететь

  • 7 отлететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•

    ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.

    || εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•

    -ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•

    -ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.

    2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•

    мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.

    3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•

    подошва -ла η σόλα βγήκε•

    пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.

    || απομακρύνομαι• αφίπταμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отлететь

См. также в других словарях:

  • συναφίπταμαι — Μ φεύγω πετώντας μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφίπταμαι «φεύγω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

  • αναπέτομαι — ἀναπέτομαι και ποιητ. ἀμπέταμαι και μτγν. ἀναπετῶμαι (Α) 1. πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας 2. φεύγω βιαστικά, εξαφανίζομαι 3. σκιρτώ από χαρά, τρόμο κ.λπ., και μτφ. είμαι έτοιμος να πετάξω …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • εξαφίπταμαι — ἐξαφίπταμαι (Μ) [αφίπταμαι] 1. φεύγω πετώντας 2. φεύγω γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • αφίπταμαι — ἀφίπταμαι (Α) [ίπταμαι] φεύγω πετώντας …   Dictionary of Greek

  • προαναπέτομαι — Α πετώ από κάπου προηγουμένως ή πετώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπέτομαι «πετώ προς τα πάνω, φεύγω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

  • συναναπέτομαι — Α φτερουγίζω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπέτομαι «πετώ προς τα πάνω, φεύγω πετώντας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»