-
1 улетать
-
2 улетать
улетатьнесов, улететь сов φεύγω πετώντας, πετώ. -
3 улетать
[ουλιτάτ'] ρ. φεύγω πετώντας -
4 улетать
[ουλιτάτ'] ρ φεύγω πετώντας -
5 вылететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. πετώ έξω•птица -ла из гнезда το πουλί πέταξε από τη φωλιά.
|| φεύγω πετώντας, αφίπταμαι. || πετάγομαι, πετιέμαι•пробка -ла с выстрелом το βούλωμα εκπυρσοκρότησε.
|| βγαίνω έξω γρήγορα•в испуге он -ел из кабинета καταφοβισμένος πετάχτηκε έξω από το γραφείο•
машина опрокинулась и я -ел вон το αυτοκίνητο ανατράπηκε κι εγω πετάχτηκα έξω.
2. εμφανίζομαι ξαφνικά, βγαίνω με ταχύτητα.3. μτφ. απολύομαι, διώχνομαι, πετιέμαι•вылететь из института διώχνομαι από το ινστιτούτο•
вылететь из службы απολύομαι από την υπηρεσία;
εκφρ.вылететь из головы, из памяти – ξεχνώ, δε θυμάμαι, μου διαφεύγει•вылететь в трубу – χρεοκοπώ, φαλίρω•вылететь пулей, стрелой – βγαίνω σαν σφαίρα, σαν βέλος, με αστραπιαία ταχύτητα. -
6 улететь
улечу, улетишьρ.σ.1. πετώ μακριά• φεύγω πετώντας.2. τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ).3. (уьа χρόνο) διαβαίνω, περνώ γρήγορα.4. μτφ. πετώ (για σκέψε ις, όνε ιρα κλπ.). -
7 отлететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.
|| εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•-ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•
-ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.
2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.
3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•подошва -ла η σόλα βγήκε•
пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.
|| απομακρύνομαι• αφίπταμαι.
См. также в других словарях:
συναφίπταμαι — Μ φεύγω πετώντας μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφίπταμαι «φεύγω πετώντας»] … Dictionary of Greek
αναπέτομαι — ἀναπέτομαι και ποιητ. ἀμπέταμαι και μτγν. ἀναπετῶμαι (Α) 1. πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας 2. φεύγω βιαστικά, εξαφανίζομαι 3. σκιρτώ από χαρά, τρόμο κ.λπ., και μτφ. είμαι έτοιμος να πετάξω … Dictionary of Greek
αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek
εξαφίπταμαι — ἐξαφίπταμαι (Μ) [αφίπταμαι] 1. φεύγω πετώντας 2. φεύγω γρήγορα … Dictionary of Greek
αφίπταμαι — ἀφίπταμαι (Α) [ίπταμαι] φεύγω πετώντας … Dictionary of Greek
προαναπέτομαι — Α πετώ από κάπου προηγουμένως ή πετώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναπέτομαι «πετώ προς τα πάνω, φεύγω πετώντας»] … Dictionary of Greek
συναναπέτομαι — Α φτερουγίζω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπέτομαι «πετώ προς τα πάνω, φεύγω πετώντας»] … Dictionary of Greek